- μναμήιον
- μνᾱμήιον1 memorial ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (Boeckh: μναμήια unus cod.: μνημήια, μνημηίαον, μναημήιον cett.: μναμεῖα coni. Hermann) P. 5.49
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.